- εισαγγελεύω
- αμτβ., αντικαθιστώ προσωρινά τον εισαγγελέα ασκώντας τα καθήκοντά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εισαγγελεύω — αντικαθιστώ τον εισαγγελέα και ασκώ τα καθήκοντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μετοχή εισαγγελεύων μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek